Τι συνέβη στην Ελλάδα όταν υποτιμήθηκε η δραχμή το 1983;

2015-06-18 18:01
Φωτογραφία για Τι συνέβη στην Ελλάδα όταν υποτιμήθηκε η δραχμή το 1983;
 
Η αδυναμία προσφυγής στην υποτίμηση στις... συνθήκες του καθεστώτος ευρώ έχει δώσει πολύ συχνά μυθικές διαστάσεις στις ευκαιρίες που προσέφερε η ευελιξία του εθνικού νομίσματος.

Πρόκειται ασφαλώς για υπερβολικές απόψεις που ως επί το πλείστον κρύβουν πολιτικές σκοπιμότητες. Γιατί μια υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος μπορεί να αποδώσει αγαθά αποτελέσματα μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και μόνον εφόσον στηρίζεται σε κατάλληλη πολιτική (δημοσιονομική, νομισματική, εισοδηματική και παραγωγική). Για μία οικονομία μάλιστα όπως η ελληνική, δηλαδή για μία οικονομία ανοιχτή στον ανταγωνισμό και μικρή σε μέγεθος, μόνο τα υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η συναλλαγματική και κατ' επέκταση η νομισματική αστάθεια.

Η ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 1953 -1973 πέτυχε εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στο πλαίσιο μιας μακροοικονομικής σταθερότητας, βασικό στοιχείο της οποία ήταν η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής με το δολάριο σε τιμή 30 δραχμών το $
 
. Η μεταπολίτευση διαμόρφωσε ένα εντελώς διαφορετικό μακροοικονομικό πλαίσιο στο οποίο η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ήταν βασικό συστατικό. Η συνεχής μείωση της αξίας της δραχμής από το 1975 μέχρι το 1990, αποτελούσε ως επί το πλείστον μία προσπάθεια να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των εμπορεύσιμων προϊόντων της χώρας. Σε ποια έκταση το πετύχαινε ήταν συζητήσιμο καθώς μείωση της αξίας της δραχμής είχε επιπτώσεις στον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός με τη σειρά του επιβάρυνε το κόστος της ζωής και αύξανε τις απαιτήσεις για μισθολογικές αναπροσαρμογές έτσι ώστε να καλυφθούν οι εισοδηματικές απώλειες από την άνοδο των τιμών.Τούτο υπονόμευε καίρια την εμβέλεια της πολιτικής διολίσθησης.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταδικτατορικής περιόδου ήταν και η σημαντική αύξηση αφενός μεν του ενεργειακού κόστους με τις δύο ενεργειακές κρίσεις του 1973 και 1979, αφετέρου του κόστους εργασίας. Η άμεση συνέπεια ήταν η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που ήσαν εκτεθειμένα στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι κυβερνήσεις της εποχής θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα είτε μέσω της διολίσθησης της δραχμής, δηλαδή της σταδιακής μείωσής της, είτε μέσω της υποτίμησής της, δηλαδή μέσω μίας εφάπαξ μείωσης της τιμής. Η επιλογή εναπόκειται στα χέρια των νομισματικών αρχών, οι οποίες στην τελική επιλογή τους θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους τις επιπτώσεις σε μία σειρά από μεταβλητές, μεταξύ των οποίων όπως είδαμε ο πληθωρισμός είναι πρωταρχικής σημασίας.

Στα χρόνια 1974-1980 η Τράπεζα της Ελλάδος ακολουθεί μία μετριοπαθή πολιτική διολίσθησης προσπαθώντας να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία με αποτέλεσμα η βιομηχανία να υποστεί πολύ μεγάλες πιέσεις. Το Πα.Σο.Κ. με την άνοδο του στην εξουσία προσπάθησε να ακολουθήσει μία πιο σκληρή πολιτική, η οποία ωστόσο εγκαταλείφθηκε το 1983, όταν τον Ιανουάριο της χρονιάς αυτής αποφασίστηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 15,5%. Υπήρξε αρχικά η ελπίδα ότι η νέα ισοτιμία θα μπορούσε να διατηρηθεί, όμως ήδη από τον Αύγουστο του 1983 η κεντρική τράπεζα της χώρας οδηγήθηκε σε μία πολιτική ταχείας διολίσθησης της δραχμής. Η πολιτική αυτή είχε άμεσες συνέπειες στην άνοδο των τιμών που με τη σειρά τους ενσωματώνονταν στην αύξηση του κόστους εργασίας μέσω την πολιτικής της Α.Τ.Α. (Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής) που είχε υιοθετηθεί. Η πολιτική αυτή δεν πέτυχε τους στόχους της και οι συνέπειες για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας ήταν καταστροφικές. Το 1985 τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έφτασαν σε επικίνδυνα επίπεδα, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα και ο Κ. Σημίτης να αναλάβει την εφαρμογή του ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Μεταξύ των άλλων μέτρων που υιοθετήθηκαν υπήρξε και μία νέα υποτίμηση της δραχμής κατά 15%. Τα αποτελέσματα του σταθεροποιητικού προγράμματος υπήρξαν θετικά, αλλά αυτό συνέβη γιατί υιοθετήθηκε μία νέα εισοδηματική πολιτική που συγκρατούσε το κόστος εργασίας. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το πρόγραμμα σε συνάρτηση με τις επερχόμενες εκλογές οδήγησαν σε εγκατάλειψή του και στην επιστροφή μιας πολιτικής ανάλογης με εκείνην των αρχών της δεκαετίας του 1980, η οποία δεν άργησε να οδηγήσει σε μία οξύτατη κρίση το 1990.

Από το 1990 και μετά η Τράπεζα της Ελλάδος στράφηκε σε μία πολιτική της σκληρής δραχμής με κύριο στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού.Ήταν γενικώς παραδεκτό πλέον ότι η πολιτική διολίσθησης της δραχμής δεν είχε αποδώσει. Η πολιτική όμως της σκληρής δραχμής είχε ως προϋπόθεση συνέπεια και ικανότητα να ξεπεραστούν οι πιέσεις από όλους όσους προτιμούσαν τις εύκολες λύσεις μετακύλησης του αυξανόμενου κόστους παραγωγής μέσω της συναλλαγματικής πολιτικής. Και αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος το πέτυχε με αποτέλεσμα η πολιτική της σκληρής δραχμής να αποδειχθεί αποτελεσματική στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Τον Μάρτιο του 1998 πραγματοποιήθηκε η τελευταία υποτίμηση της δραχμής της τάξεως του 12,6% με την ταυτόχρονη είσοδό της στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η υποτίμηση αυτή αποτελούσε το τελευταίο βήμα για την είσοδο της Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ένα πράγμα: η υποτίμηση δεν αποτελεί πανάκεια για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων και κυρίως της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας. Από μόνη της δεν μπορεί να πετύχει κάτι. Μία σειρά από άλλες μεταβλητές συνεπιδρούν για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Εξάλλου δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι χωρίς μία συγκροτημένη πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης και μακροοικονομικής διαχείρισης, η υποτίμηση από μόνη της μάλλον δεν θα έχει να προσφέρει τίποτε πέραν του να ασκήσει πολύ έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε ότι στα χρόνια 1953-1973 με την ισοτιμία δραχμής - δολαρίου κλειδωμένη στις 30 δραχμές, ο ρυθμός μεγέθυνσης κατά μέσο όρο ανερχόταν σε 7% ετησίως. Αντιθέτως κατά την περίοδο 1981-1990, δηλαδή την κατ'εξοχήν περίοδο υποτιμήσεων και ταχείας διολίσθησης, ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν κατά μέσος όρο μόλις 0,8% ετησίως.